βουτρόφος

βουτρόφος
βου-τρόφος, ον,
A ox-feeding: ὁ βουτρόφος, = βούτης, Poll.1.249, EM209.54; cf. βοοτρόφος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βουτρόφος — και βοοτρόφος, ο (Α) ο βουκόλος …   Dictionary of Greek

  • βουτρόφος — ox feeding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουτρόφον — βουτρόφος ox feeding masc/fem acc sg βουτρόφος ox feeding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουτρόφους — βουτρόφος ox feeding masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοοτρόφος — βοοτρόφος, ον (Α) ο βουτρόφος* …   Dictionary of Greek

  • βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”